συγκεφαλαιώσει

συγκεφαλαιώσει
συγκεφαλαίωσις
summing up
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
συγκεφαλαιώσεϊ , συγκεφαλαίωσις
summing up
fem dat sg (epic)
συγκεφαλαίωσις
summing up
fem dat sg (attic ionic)
συγκεφαλαιόω
bring together under one head
aor subj act 3rd sg (epic)
συγκεφαλαιόω
bring together under one head
fut ind mid 2nd sg
συγκεφαλαιόω
bring together under one head
fut ind act 3rd sg
συγκεφαλαιόω
bring together under one head
aor subj act 3rd sg (epic)
συγκεφαλαιόω
bring together under one head
fut ind mid 2nd sg
συγκεφαλαιόω
bring together under one head
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δυσπερίληπτος — η, ο (Α δυσπερίληπτος, ον) νεοελλ. αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να συγκεφαλαιώσει αρχ. 1. αυτός που δύσκολα κυκλώνεται 2. αυτός που δύσκολα μπορεί να περιληφθεί με το βλέμμα («ἐρριμμένων τῶν τε χρόνων καὶ τῶν πράξεων ἐν πλείοσι… …   Dictionary of Greek

  • τοι — (I) Α (μόριο) ΣΗΜΑΣΙΑ ΣΥΝΤΑΞΗ χρησιμοποιείται: 1. για να συγκεφαλαιώσει ή για να εκφράσει ένα θετικό συμπέρασμα: λοιπόν, επομένως, όπως βλέπεις («οὗτός τοι... ἀπὸ στρατοῡ ἔρχεται ἀνήρ», Ομ. Ιλ.) 2. (συν. στους τραγικούς) για να εισαγάγει ένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”